Ταξίδι στην Κύπρο από την Ελένη Παναγίδου


Όποιος δεν έχει περπατήσει σε μια μοιρασμένη πρωτεύουσα δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει να παγώνει ξαφνικά το αίμα στις φλέβες του βλέποντας μπροστά του ένα συρματόπλεγμα που χωρίζει μια πατρίδα στα δύο. Μια πατρίδα πονεμένη, αιματοβαμμένη μα στητή, περήφανη και πάντα όρθια να μάχεται αιώνες ολόκληρους απέναντι σε εχθρούς. Όλα αυτά φαίνονταν στο πρόσωπο της μαυροφορεμένης πονεμένης, μα περήφανης γυναίκας που βρήκα να κάθεται σε μια ξύλινη παλιά καρέκλα στην αυλή του σπιτιού της, στη Λευκωσία, και να πλέκει. Εκείνης της γυναίκας που όταν ζήτησα ένα ποτήρι νερό το έφερε μαζί με γλυκό του κουταλιού καρυδάκι για να με γλυκάνει όπως μου είπε. Κι όταν ξεκίνησε να μου μιλάει για την πατρίδα της γέμισα εικόνες, μυρωδιές και συναισθήματα. Κάποιες φορές δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου και κάποιες άλλες χαμογελούσα… Μύριζα το φρεσκοψημένο ψωμί κι άκουγα τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν στις αλάνες. Τρόμαξα με τον ήχο των σειρήνων που έφτασε στα αφτιά μου, λες και ζούσα κι εγώ μαζί τους ξανά εκείνο το πρωινό του 1974…

«Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαον, κόρη μου». Αυτό κράτησα από τη γιαγιά και σιγοψιθύριζα τους στίχους όση ώρα μου μίλαγε για τα δαντελωτά ακρογιάλια με τα γαλαζοπράσινα νερά της χώρας της. «Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο είναι τούτο το νησί. Τόπος Αγίων, κόρη μου, ευλογημένος. Είχε τα κέφια του ο Θεός όταν την έφτιαχνε τούτη τη μικρή κουκίδα γης ένα συνονθύλευμα από εικόνες, μυρωδιές, ανθρώπους και συναισθήματα! »

Πόλεις δίπλα στη θάλασσα λουσμένες στο φως του ήλιου. Άνθρωποι που κοπιάζουν για το ψωμί τους τραγουδώντας τη φτώχια τους, στα χωράφια ή στο πέλαγο, στα συνεργεία ή στα μικρά μαγαζάκια τους. Γειτονιές που σφύζουν από ζωή. Γέλια παιδιών, φωνές από τα παιχνίδια τους… Παρατηρήσεις μανάδων που καταλήγουν σε κουβέντα όρθιες μες στις αυλές. Μυρωδιά λουλουδιών ή φρεσκοψημένου ψωμιού. Και σε καμιά γιορτή μυρωδιά ξυλόφουρνου που σου κόβει την ανάσα.

Σ΄αυτήν εδώ τη χώρα η Ευρώπη συναντάει την Ανατολή κι είναι τόσο ταιριαστό το πάντρεμά τους. Σε τούτο εδώ το νησί το παρελθόν συναντάει το παρόν και το μέλλον κι όλα γίνονται ένα αρμονικά. Έτσι ξαφνικά τα χωριουδάκια του χτες και τα πέτρινα στενά σοκάκια γίνονται μεγάλοι δρόμοι στις πόλεις που τα τελευταία χρόνια τείνουν να γίνουν μεγαλουπόλεις. Μικρά σπιτάκια που γίνονται πολυκατοικίες και απλοί άνθρωποι του χωριού που μεταμορφώνονται σε επιχειρηματίες ή σπουδαγμένους νέους που ανοίγουν τα φτερά τους για τα επαγγέλματα του μέλλοντος.

Ήλιος και θάλασσα και παραλίες που τα καλοκαίρια φιλοξενούν τουρίστες κάθε καταγωγής που έρχονται για να γνωρίσουν το νησί που γέννησε τη θεά της ομορφιάς, την Αφροδίτη, το νησί της αγάπης.

«Είναι και κάτι ανεράδες, κόρη μου, κρυμμένες σε τούτο τον τόπο, μα θέλουν καθαρή καρδιά και ηρεμία για να τις νιώσεις,» συνέχισε η γιαγιά. «Αυτή η γη σε εμπνέει από άκρη σ΄ άκρη μα πρέπει να έχεις ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου για να δεις τις ομορφιές της. Η θάλασσα το ξέβρασε τούτο το νησί κι αν δεν κάτσεις ένα αυγουστιάτικο βράδυ πλάι της να μετρήσεις τα αστέρια, αν δεν ψυχανεμιστείς το τραγούδι της Αφροδίτης κι αν δεν νιώσεις όσα ένιωσαν όσοι δημιουργοί, ανά τους αιώνες την βάφτισαν Μούσα τους δεν θα τις δεις»

Ακολούθησα με το βλέμμα μου τα αργά βήματα της γιαγιάς που έμπαινε στο σπίτι και σκεφτόμουν όσα μου έλεγε πιο πριν. Νοερά έγινα ένα με τους ανθρώπους της Κύπρου, περπάτησα όλο το νησί απ΄ άκρη σ΄ άκρη. Μπήκα σε κάστρα στις παραθαλάσσιες πόλεις, μουσεία, εκκλησίες βυζαντινές κι αρχαίους ναούς και έμεινα έκθαμβη από την ιστορία και την ομορφιά τους. Σεργιάνισα σε λιθόστρωτα στο χωριό Λεύκαρα, οδήγησα σε μεγάλους δρόμους… Ανέβηκα στις Πλάτρες κι άκουσα τα αηδόνια του ποιητή που δεν με άφησαν να κοιμηθώ, περπάτησα στο Τρόοδος σε δάση με πλατάνια που δεν άφηναν τον ήλιο να μπει μέσα από τις φυλλωσιές τους κι αποκαμωμένη ξεκουράστηκα στη σκιά τους. Κι ύστερα βρέθηκα στην Πέτρα του Ρωμιού ,στην Πάφο κι είδα τον ξακουστό Διγενή Ακρίτα να πετάει τον βράχο στους Σαρακηνούς. Κι εκεί που αμέριμνη ένιωσα σχεδόν ευτυχισμένη βρέθηκα πάλι μπροστά σε κείνα τα συρματοπλέγματα που χωρίζουν τη Λευκωσία, την τελευταία μοιρασμένη πρωτεύουσα της Ευρώπης, την Κύπρο, τις καρδιές των κατοίκων της και όσων την αγαπάνε, στα δύο . Αίμα στάζουν και ένα γιατί εκείνα τα συρματοπλέγματα από μια πληγή που μένει χρόνια ζωντανή…

«Πληγωμένος τούτος ο τόπος, κόρη μου… Αιματοβαμμένος. Μα στέκει ολόρθος και περιμένει κόρη μου… Αγωνίζεται και περιμένει …Πληγωμένος τούτος ο τόπος, κόρη μου, όπως τις καρδιές τόσων προσφύγων που δε ξέχασαν, δε ξεχνάνε και δε θα ξεχάσουν ποτέ».

Με χαιρέτησε. «Ώρα καλή, κόρη μου!» Κι ύστερα με βήματα αργά μπήκε στο σπίτι. Κι έμεινα πίσω να αναπολώ όσα έγραψε για το νησί ο Νίκος Καζαντζάκης: «Ποτέ δεν είδα νησί με τόση θηλυκότητα, ποτέ δεν ανάπνεψα αέρα τόσο γιομάτο μ΄επικίνδυνες, γλυκύτατες συμβουλές» και να σιγοτραγουδάω: «Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο…»


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Σε αντάμωσα ξανά" της Σωτηρίας Περηφανοπούλου - Διήγημα

Ήρα Παπαποστόλου, Συγγραφέας και Ιστορικός Τέχνης

Βιβλιοστάτης καφέ στο Χαλάνδρι από την Αλεξάνδρα Μάνου