Do not forget – Caltagirone της Αλεξάνδρας Μάνου -Διήγημα
Ήταν αρχές Αυγούστου όταν το κόκκινο υπεραστικό λεωφορείο που είχε ξεκινήσει
από το Παλέρμο έφτασε στον τελικό του προορισμό, το σταθμό του Καλτατζιρόνε. Η
ζέστη του μεσημεριού πλαισίωνε απειλητικά την ερημιά του χώρου, όπου δεν υπήρχε
ίχνος ανθρώπινης παρουσίας, αφού ακόμα και ο αυτόματος πωλητής ήταν
κλειδωμένος. Μόνοι μας, 70 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της Κατάνια, βλέπαμε
το επί μήνες σχεδιασμένο ταξίδι να εξελίσσεται σε μια περιπέτεια που με τίποτα δεν
μπορούσαμε να προβλέψουμε την ώρα που απογειωνόμασταν από το αεροδρόμιο
Ελευθέριος Βενιζέλος. Τα γαλαζοπράσινα ορειβατικά μας σακίδια, δύο έντονες
χρωματικές κουκίδες σε μια πεδιάδα που θα μπορούσε να είναι ελληνική, με δέντρα,
ελιές και κομμάτια καλλιεργήσιμης γης. Η πυκνοκατοικημένη ηπειρωτική πόλη στην
κεντρική Σικελία, που είχαμε επιλέξει διότι μας γοήτευσε το όνομά της που
προέρχεται από το Αραβικό «Καλτ-ατ-ζιρόνε» που σημαίνει «Κάστρο των αγγείων»
δεν διακρινόταν πουθενά στον ορίζοντα γύρω από το σταθμό.
Μην έχοντας άλλη επιλογή, αρχίσαμε να βαδίζουμε στον ανηφορικό ασφάλτινο
ελικοειδή δρόμο, ακολουθώντας την ταμπέλα Caltagirone Centro και αφού περάσαμε
βενζινάδικα, παρυφές ενός πάρκου και την είσοδο του Μουσείου, βρεθήκαμε
έκπληκτοι μπροστά σε μια πόλη – μνημείο, όπου η κεραμική είχε τον πρώτο λόγο και
η μπαρόκ αρχιτεκτονική της ήταν μαγευτική. Λιθόστρωτοι δρόμοι, επιβλητικά κτίρια
σε μπεζ ώχρα με σκαλίσματα στα μπαλκόνια και τις κορνίζες των παραθύρων,
ταβερνάκια τοπικής κουζίνας με arancini, “μικρά πορτοκάλια” με γέμιση μοτσαρέλα,
ραγού και αρακά και cannoli με φρέσκια κρέμα ρικότας, πολύχρωμες κορδέλες
ανάμεσα στις οροφές των κτιρίων, και η χαρακτηριστική σκάλα της Santa Maria με
τα 142 σκαλιά και τα μαγαζιά αριστερά και δεξιά τους αιχμαλώτισαν διαδοχικά το
βλέμμα μας και έκαναν την ψυχή μας να φτερουγίσει με εκείνο τον μοναδικό τρόπο
που το αναπάντεχο καλό τρυπώνει εκεί που δεν το περιμένεις και εξαφανίζει
οτιδήποτε αρνητικό. Τίποτα δεν μαρτυρούσε την επέλαση του Εγκέλαδου το 1963
που κατέστρεψε ολοκληρωτικά την μία από τις 25 διασημότερες πόλεις στη Σικελία,
που ξαναχτίστηκε και έγινε η γενέτειρα μεγάλων πολιτικών ανδρών, έδρα του
Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της
UNESCO και πηγή κεραμικών τεχνικών που ξεχώρισαν στυλιστικά στον κόσμο.
Το Palazzo di Vespri, ένα αναστηλωμένο παλιό αρχοντικό του 1786 με τοιχογραφίες
στις σκάλες και με το μικρό μπαλκόνι στο δωμάτιό μας να βλέπει σε κομμάτι
ακάλυπτου με περιστέρια και ήχους από πρόβες πιάνου, μας μετέφερε σε εποχές που
οι ψυχές και ζωές των ανθρώπων ήταν τόσο κοντινά όσο και τα σπίτια στους
δρόμους, χωρίς ίχνος τεχνολογικής παρέμβασης και δημιουργούσε από την πρώτη
κιόλας μέρα μια ακατανίκητη θλίψη στην σκέψη της επιστροφής. Η λεπτοκαμωμένη
Ελίζα μας υποδέχτηκε με χειροποίητα κρουασάν, ζεστό καφέ και ένα χαμόγελο πλατύ
και ειλικρινές και μας μίλησε για τις σπουδές της στη μοντέρνα λογοτεχνία, τα
αξιοθέατα και τα εστιατόρια που επιλέγουν οι ντόπιοι για φαγητό.
Κάθε μέρα στο Καλτατζιρόνε ήταν και μια μικρή ανακάλυψη της ζωής σε άλλους
ρυθμούς, καθόλου τουριστικούς όμως συνάμα και καθόλου αδιάφορους για έναν
ταξιδιώτη. Η φαντασία ξεδιπλωνόταν αμέριμνη στα υψηλής αισθητικής κεραμικά
τεχνουργήματα, εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία και την αρχαιότητα που
κοσμούσαν τις προθήκες των μικρών σε επιφάνεια καταστημάτων που ήταν
συγχρόνως και εργαστήρια, όπως τα διακοσμητικά πιάτα με φραγκόσυκο που
αποτελούν κομμάτι τέχνης Caltagirone, κώνοι αγκινάρας σε κάθε λογής απόχρωση,
σχήμα και σχέδιο, με κυρίαρχο το γαλάζιο, το κόκκινο και το κίτρινο, και
σισιλιάνικα πρόσωπα με έντονα χείλη του άνδρα και της γυναίκας σε βάζα,
φωτιστικά και άλλα αντικείμενα. Οι αραβικές επιρροές έντονες σε κάθε δημιουργία,
οι καλλιτέχνες πολλοί, χαμογελαστοί, εξηγούσαν με νοήματα και σπαστά αγγλικά
την τέχνη τους και χαίρονταν που ο τόπος τους ήταν τόσο ξεχωριστός για τα
κεραμικά.
Επιλέξαμε ένα τετράγωνο πλακάκι τοίχου με κουκουβάγια και μια μικρή πολύχρωμη
αγκινάρα ζωγραφισμένη στο χέρι για καλή τύχη, επισκεφθήκαμε ένα παλιάς κοπής
κουρείο χτισμένο στη βάση μιας γέφυρας, ανεβήκαμε αγόγγυστα τα 142 σκαλιά για
να αντικρύσουμε την πόλη από ψηλά, αφουγκραστήκαμε τους ήχους από την
τηλεόραση και το ραδιόφωνο μικρών σπιτιών που απείχαν μια ανάσα το ένα από το
άλλο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο εσωτερικό τους, μπήκαμε σε παλιά μικρά
παντοπωλεία που προμήθευαν τα απαραίτητα, ψάξαμε χρονολογίες κατασκευής και
ιστορικά μνημεία και ζηλέψαμε τους ρυθμούς της καθημερινότητας και το χαμόγελο
των κατοίκων της πόλης.
Χαράξαμε στο δέρμα μας με tattoo το λουλούδι do not forget («μη με λησμόνει») με
τα αρχικά μας για να κάνουμε αιώνιο κτήμα, από κείνα που δεν έχουν τίτλους
ιδιοκτησίας γιατί δεν αγοράζονται, το Καλτατζιρόνε, ένα κάστρο στο οποίο η ψυχή
γαλήνεψε, το σώμα ξεκουράστηκε, το βλέμμα χόρτασε εικόνες και χρώματα και το
στόμα ψιθύρισε :
« Σε κιονοστοιχίες παλατιών τα βήματά της
και προς τα αγάλματα μες στους μεγάλους κήπους.
Σύννεφα, ρόδινα απ’ τη δύση του ήλιου, αργά περνούσαν,
κάτι πολύ ακριβό αποχαιρετώντας».
Στυλιανός Αλεξίου, «Ανάμνηση από την Σικελία», 1953
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Άφησε το σχόλιό σου