Ελισάβετ Μαρτινέγκου - Η πρώτη Ελληνίδα πεζογράφος από την Αλεξάνδρα Μάνου

«Ο ποιητής ανάβει το φως κι ο ίδιος σβήνει. Όμως το φως μένει άσβεστο», έγραψε η Ντίκινσον. Για όσους δεν την γνωρίζουν, η Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου είναι η πρώτη Ελληνίδα πεζογράφος που γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1801 και πέθανε το 1832 σε ηλικία μόλις 31 ετών, προβλέποντας ότι τα συγγράμματά της (πραγματείες, κωμωδίες και τραγωδίες στην ελληνική και την ιταλική) θα χορτάσουν, όπως γράφει στην Αυτοβιογραφία της, «την κοιλίαν των σαράκων» ή θα ξεσκιστούν από κανέναν από τους δούλους, που «θα μεταχειρίζονται τα μέλη τους εις τας χρείας του μαγειρείου». Πράγματι, εκτός από ελάχιστα που πρόλαβε να διασώσει ο Ζακυνθινός λόγιος Ντίνος Κονόμος, το 1953 καταβροχθίστηκαν από την μεγάλη πυρκαγιά που ακολούθησε τον καταστροφικό σεισμό της Ζακύνθου, αφήνοντας εκκρεμή και ανεκπλήρωτη τη λαχτάρα της να αποτελέσουν κοινή ωφέλεια και έπαινο για τα «γεννήματα της αγχινοίας της», όπως αναφέρει στην Εισαγωγή της Αυτοβιογραφίας (Εκδόσεις Μεταίχμιο) η Κατερίνα Σχινά.

Η Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου είναι ένα κείμενο διάσπαρτο από φεμινιστική συνείδηση σε μια εποχή που ήταν αδιανόητη η μετέπειτα ανάπτυξη του κινήματος, αλλά ταυτόχρονα ένας ύμνος στην μάθηση και την κατάκτησή της. «Εάν μου έλειψεν ο διδάσκαλος, δεν μου έλειψε διά τούτο ο πόθος, η επιθυμία της μαθήσεως, εγώ περισσότερον από πρώτα εποθούσα, επιθυμούσα να μάθω την ιταλικήν, αλλά πώς να την μάθω οπού δεν είχα κανένα να μου την δείξη; Εδώ ο κόπος και η υπομονή αναπληροί την έλλειψην του διδασκάλου», γράφει η Ελισάβετ, εξηγώντας στη συνέχεια πώς σε ηλικία δεκατεσσάρων περίπου ετών από ένα βιβλίο που είχε το κείμενο μεταγλωττισμένο στην ελληνική γλώσσα, έμαθε ιταλικά : «εδιάβαζα εις τούτο καμπόσα λόγια ιταλικά, έπειτα εκοίταζα την εξήγησιν και τοιούτης λογής τα εμάνθανον πολύ εύκολα», προκαλώντας τη δυσαρέσκεια της μητέρας της που προτιμούσε να ασχολείται με εργόχειρα. Η αναμμένη αγάπη που είχε για τα γράμματα την είχε καταστήσει τόσον «αισθητικήν» που σε κάθε εμπόδιο έστω και μικρό, ένοιωθε τον εαυτό της να νεκρώνει, η δυνατή φαντασία «βεβαίωνε την αμάθειαν» τρομάζοντας την σε μια τέτοια βεβαιότητα : «μου φαίνεται να θεωρώ τον εαυτόν μου σκοτεινιασμένον από εκείνα τα πυκνά και σκιερά σύγνεφα, τα οποία συνηθούν να σκοτεινιάζουν την ζωήν και το όνομα των αμαθών και απαιδεύτων ανθρώπων».

Λίγο πριν τα δεκαέξι της χρόνια η Ελισάβετ, χωρίς να έχει ακόμη κατακτήσει καμία τέχνη ή επιστήμη, «φερμένη από μόνον από τη φύσιν», συνθέτει τα πρώτα της γραπτά : αρκετά γνωμικά στην ιταλική γλώσσα και δύο μύθους στη ρωμαϊκή γλώσσα. Λίγο μετά, με τη βοήθεια του δασκάλου της επιχειρεί να μεταφράσει τους νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού και συνθέτει μύθους του Αισώπου, καταγράφοντας μόνο δύο στην αυτοβιογραφία της μόνο διά να δείξει «τι ημπορεί να κάμη η φύσις όταν δεν έχει την βοήθειαν της τέχνης». Μετά ασχολείται και με τον Όμηρο, που της φάνηκε πολύ δύσκολος, αλλά «νοστιμεύθηκε πολύ τους στίχους» και άρχισε να τους εκφωνεί μόνη της κι έτσι μετά από πέντε έξι μαθήματα της φαινόταν πολύ εύκολος.

Μια βραδιά που η μητέρα της της έδωσε να περάσει ένα σιρίτι από ένα βρακάκι του μικρού αδελφού της και το πέρασε λάθος, η μητέρα της, την εμπαίζει λέγοντάς της ότι είναι προορισμένη για να γίνει καλόγρια. Θεωρώντας τα λόγια αυτά ως θείο οιωνό, της ήρθαν στο μυαλό αμέσως όλες οι δυστυχίες που αντιμετωπίζουν οι παντρεμένες γυναίκες και με το «ογλίγωρον μάτι του νοός» τις κοίταξε και τρόμαξε, βρίσκοντας την μοναστική ζωή πολύ καλύτερη από την κοσμική γιατί «όπου είναι ειρήνη είναι και ευτυχία, εις το μοναστήρι είναι ειρήνη, λοιπόν είναι και ευτυχία». Η μητέρα της ανατρίχιασε στο άκουσμα της επιθυμίας της, προσπάθησε να την μεταπείσει όμως το μόνο που κατάφερε είναι να στερεοποιήσουν την απόφασή της, γιατί «είναι φυσικόν του ανθρώπου να επιθυμή περισσότερον εκείνο οπού περισσότερον του εμποδίζεται».

Ακολουθώντας με τον ίδιο πόθο τις σπουδές και μοιράζοντας τη σκέψη της ανάμεσα στα γράμματα και το μοναστήρι, η Ελισάβετ ζει μια ζωή πολύ ευτυχισμένη και στοχάζεται πώς μακριά από τους θορύβους του κόσμου θα μεταγλωττίσει «εις το απλόν» πολλά ψυχωφελή συγγράμματα» και να τα κάνει να τυπωθούν με δύο σκοπούς : την κοινή ωφέλεια και το δικό της «μνημόσυνο». Με αφορμή έναν κεραυνό που έπεσε σε ένα σπίτι και έκαψε μια νεαρή γυναίκα, συνθέτει τον πρώτο της διάλογο («Αιμιλία και Εθελβίγη ή Περί Φθόνου») χωρίς να γνωρίζει ως τα δεκαεννιά της χρόνια «άλλο τίποτες παρά κομμάτι Ελληνική και κομμάτι Ιταλική γλώσσα» και κάμποσες ιδέες που αντλεί από διαφόρους περίφημους συγγραφείς, χωρίς καμία διόρθωση, για να δείξει πάλι «εις ποίον βαθμό δύναται να φθάση η δύναμις της φύσεως, όταν η μαύρη δεν έχει την βοήθειαν της τέχνης». Μιλάει για τη ζήλια, χαρακτηρίζοντάς την εσωτερικό κακό και το αθλιότερο αμάρτημα, γιατί σε αντίθεση με τα άλλα που δίνουν ευχαρίστηση σε όσους τα διαπράττουν, φθείρει τον άνθρωπο και τον γεμίζει θλίψη : «Αν καμιά φορά σας πει ότι η Τύχη και η Φύση σας πρόδωσαν, επειδή έκαναν κάποιον άλλο καλύτερο από σας, μην τον ακούσετε : αλλά κοιτάχτε πόσοι άλλοι είναι χειρότεροι από σας».

Για την Ελισάβετ ο δρόμος της αρετής είναι δύσκολος κι ο δρόμος του πάθους εύκολος, όμως στο ταξίδι που κάνουμε για να την αποκτήσουμε, το μόνο που χρειάζεται είναι να σηκωνόμαστε όταν πέφτουμε αντί να μένουμε αδρανείς και να βλέπουμε μπροστά μας μια ζωή ελεύθερη από πάθη, γιατί αυτά είναι πολύ σκληρότερα και πειστικότερα από τους εχθρούς και τους τυράννους αφού μας ακολουθούν σε οποιοδήποτε γεωγραφικό μήκος της γης.

Έπειτα από το διάλογο, χωρίς να έχει μελετήσει κανένα κανόνα ποιητικής, η Ελισάβετ αποφασίζει να γράψει τραγωδία, που ονομάζει «Enrico o l´innocenza» («Ερρίκος ή Η αθωότητα) με υπόθεση ότι «η Πρόνοια φυλάττει τους αθώους και δεν τους αφίνη να παιδεύονται αδίκως». Τη δείχνει στο δάσκαλό της, ιεροδιάκονο Βασίλειο Ρωμαντζά, και εκείνος την επαινεί και απορεί για τη δύναμη της φαντασίας της, προτρέποντάς την να αντιγράφει από την Ηθική Φιλοσοφία τις περιόδους που ήταν πιο χρήσιμες για να τις θυμάται. Ο σεισμός της 17ης Δεκεμβρίου του 1820 στη Ζάκυνθο διακόπτει λίγο την συγγραφή, την οποία καταπιάνει αφού ηρέμησαν τα στοιχειά της φύσης, ολοκληρώνοντας το δεύτερο έργο της, ένα σύγγραμμα παρόμοιο με το προηγούμενο αλλά μεγαλύτερο σε έκταση, στο οποίο δίνει τον τίτλο «Θεανώ ή δίκαιη τιμωρία».

Μετά το διωγμό του δασκάλου της Θεοδοσίου Δημάδη στο ξέσπασμα της επανάστασης του 1821, η Ελισάβετ αποφασίζει να φανερώσει στον πατέρα και το θείο της την απόφασή της για το μοναχικό βίο και το κάνει το μήνα Μάιο με μία «γραφή», στην οποία εξιστορεί τους λόγους που κανένας, και ιδίως μια γυναίκα, δεν μπορεί να ζήσει ευτυχισμένος στον κόσμο, γιατί «ακόμα κι αν έρθει καμιά μέρα που νομίσει πως τη βρήκε κι αρχίσει να ευχαριστεί την τύχη, θα΄ρθουν εκατό που θα πέσει σε χιλιάδες απογοητεύσεις, θα βλαστημήσει την τύχη του και θα πει ο ίδιος πως είναι δυστυχής». Επιλέγει να ζήσει έξω από τον κόσμο γιατί ακόμα και να δυστυχήσει, αιτία της δυστυχίας της θα είναι η ίδια και όχι κάποιος εξωτερικός παράγοντας.

Ο πατέρας της αντιδρά έντονα στην επιθυμία της, όμως μετά υποχωρεί και της υπόσχεται να τη στείλει σε κάποιο μοναστήρι της Βενετίας, όπου σπουδάζει ο αδελφός της, κάτι που την κάνει ιδιαίτερα ευτυχισμένη γιατί νόμισε ότι εκεί θα προόδευε και θα είχε τη δυνατότητα να τυπωθούν τα συγγράμματά της. Ο θείος της, τής ζητάει να ξανασκεφθεί την απόφασή της και το μήνα Οκτώβριο γράφει άλλη μία επιστολή, στην οποία επαναλαμβάνει ότι επιθυμεί να κάνει αυτό που της λέει η συνείδησή της ακόμα και αν κανείς δεν επαινέσει την ενέργειά της και κρίνοντας ότι η ευτυχία βρίσκεται έξω από τον κόσμο, αποφασίζει να τον εγκαταλείψει και να ζήσει βλέποντας τον εαυτό της περιτριγυρισμένο από πλήθος αρετές και να τον απολαμβάνει.

Η αντίδραση του πατέρα και του θείου της δεν ήταν αυτή που περίμενε και για να ξεχάσει τη στενοχώρια που της προκάλεσαν αυτές οι εναντιώσεις άρχισε να γράφει με μεγάλη επιμέλεια πέντε δράματα μέσα σε επτά μήνες, ως τον Απρίλιο, τα οποία έδινε στο δάσκαλό της Ρωμαντζά όχι για να τα διορθώσει αλλά για να τα διαβάσει ένας φίλος του ιερέας των Άγγλων, πολύ μορφωμένος, ο οποίος τα επαινούσε πολύ και έλεγε πως άξιζαν να τυπωθούν, δίνοντάς της μεγάλη χαρά. Γράφει ένα σύγγραμμα με ένα όνειρο πάνω στο θάνατο του οκτάχρονου αδελφού της, μετά ένα δράμα («Ουράνια Δικαιοσύνη»), μετά στα ιταλικά δύο τραγωδίες και τότε άρχισε να γεννιέται η επιθυμία της να μάθει γαλλικά. Με δάσκαλο τον Ρωμαντζά, που μόνο να διαβάζει και να καταλαβαίνει γαλλικά ήξερε και τίποτα παραπάνω, αλλά «εκεί οπού δεν είναι το πολύ ας είναι και το λίγον», η Ελισάβετ αρχικά δυσκολεύεται στην προφορά αλλά σε σαράντα μέρες έμαθε να διαβάζει και να καταλαβαίνει κάθε βιβλίο γαλλικό που έπιανε. Συνεχίζει να γράφει άλλα δύο συγγράμματα και με αφορμή ένα έργο της Σαπφούς, της έρχεται η όρεξη να συνθέσει στίχους και γράφει στο ίδιο μέτρο μια ωδή και με το τέλος του καλοκαιριού επανέρχεται στα συγγράμματα, συνθέτοντας ένα είδος κωμωδίας (I pastori amici, «οι βοσκοί που ήταν φίλοι», «Τα αποτελέσματα της διχόνοιας», ένα δράμα, ένα σύγγραμα θείον (Εσθήρ) και μια κωμωδία, τον Φιλάργυρο.

Όταν η Ελισάβετ συνειδητοποιεί ότι ο πατέρας της δεν θα πραγματοποιούσε την υπόσχεσή του για το μοναστήρι της Βενετίας, του γράφει ένα γράμμα, ως προτροπή σε όλους τους πατέρες να μην προτιμούν τον εαυτό του από τα παιδιά τους : «Αγαπάτε, πατέρες, σας παρακαλώ, τα τέκνα σας» και πιο πολύ τις γυναίκες, «όντας γεναμέναις από την φύσιν πλέον αισθητικές, όντας καταδικασμέναις από την συνήθειαν να ήμεθα πλέον υποκείμενες εις τους πατέρας». Επιχειρεί να μιλήσει με τον αδελφό της για το μοναστήρι, όμως τελικά καταλαβαίνει πως ήταν πολύ δύσκολο να πετύχει κάτι που κανείς από τους συγγενείς της δεν το ήθελε. Σκέφτεται σαν εναλλακτική λύση να μείνει σε ένα μετόχι της οικογένειας για να ησυχάσει και να έχει συνθήκες παρόμοιες με τη ζωή του μοναστηριού, όμως και αυτό φάνηκε απαίσιο στους συγγενείς της, προκαλώντας της τρόμο γιατί έβλεπε ότι η απόφαση παραμονής στο σπίτι της θα της προξενούσε γρήγορο και κακό θάνατο. Θρηνεί για τα συγγράμματά της, που θεωρεί ότι κλεισμένα «θα γεμίσουν την κοιλίαν των σαράκων» εκτός αν τα βγάλει ο αδελφός της και τα δώσει στους μάγειρες για να τα χρησιμοποιούν.

Αποφασίζει να επιχειρήσει μόνη της να πάει στην Ιταλία, γιατί «ο άνθρωπος πρέπει να μεταχειρίζεται κάθε μέσον διά να φυλάττη την ζωήν του και εκείνα τα πράγματα που αγαπάει ωσάν την ζωήν του την ιδίαν», όμως ξαφνιάζεται δυσάρεστα από τον πραγματικό κόσμο και τους ανθρώπους που συναντά και επιστρέφει στο πατρικό της ευγνωμονώντας τον Θεό που την ελευθέρωσε από την πλάνη της μέσα από τη στενοχώρια που πήρε. Το όνειρο της φυγής από τη Ζάκυνθο ήταν το όνειρο της ελευθερίας των γυναικών, αφού «το βάρβαρον ήθος της Ζακύνθου, οπού βαστά ταις κοπέλλαις κλεισμένες είναι από όλους μισητόν», όμως η Ελισάβετ συνειδητοποιεί ότι χωρίς τη θέληση των συγγενών της δε μπορούσε να κάνει τίποτα και δηλώνει έτοιμη να δεχθεί «οποίον συμβίον ήθελε μου δώσουν».

Ο Νικόλαος Μαρτινέγκος είναι πάνω από σαράντα ετών, και αυτό της αρέσει γιατί αυτή είναι σχεδόν είκοσι εννέα, «εις το κορμί είναι ψηλός, λιγνός, εύμορφαις πλάταις, εις το πρόσωπον μήτε εύμορφος, μήτε άσχημος, μαλλιά μαύρα, όψιν μελαχροινήν. Τα ήθη του είναι πολλά αγαθά, σέβας άπειρον προς τους γονείς[…], εστάθη μακράν από κακαίς σμίξαις,ποτέ δεν έβλαψεν άνθρωπον, φυλλάττει αγάπην και ανταπόκρισιν με όλους τους συγγενείς και φίλους, φέρνεται πολύ ταπεινός με όλους τους ανθρώπους, αλλ΄όμως εις τρόπον οπού δεν αφίνει να χάνει την υπόληψίν του». Δεν είναι πολύ μορφωμένος, αλλά γνωρίζει καλά τη γεωργική επιστήμη, ζει με μετριότητα και οικονομία και η γενιά του είναι αρκετά πλούσια και ευγενής όμως το πιο σημαντικό για την Ελισάβετ είναι η θεοσέβεια του, αφού πριν το γάμο εξομολογείται και μετέχει στη θεία κοινωνία. Μαζί με όλα τούτα τα καλά, η Ελισάβετ βρίσκει και δύο άλλα, το σέβας και την αγάπη που φέρνει στο σπίτι της και στην ίδια χωρίς να την έχει δει ποτέ.

Στις 26 Ιουνίου του 1831, τελειώνει το πρώτο μέρος της ιστορίας της, δηλώνοντας ότι «το δε άλλο μέρος θέλω το γράψει εις το γήρας (ανίσως και γηράσω), εις το οποίον θέλει κάμω γνωστόν, ανίσως και τούτος ο άνδρας οπού παίρνω είναι αληθώς τόσον ενάρετος, καθώς ο κόσμος μου τον λέγει».

Ο χρόνος δεν άφησε την Ελισάβετ Μαρτινέγκου να γράψει το δεύτερο μέρος, όμως αυτό που σίγουρα κατέγραψε με τρόπο ιδιαίτερο είναι η μαρτυρία ότι οι πόθοι δεν εγκλωβίζονται μέσα σε κοινωνίες και στερεότυπα, ότι η γνώση κατακτιέται με οποιαδήποτε συνθήκη, ότι ο συγγραφέας δημιουργεί μέσα από την ακατάπαυστη ροή της φαντασίας, της συνείδησης και του αξιακού του κώδικα και ότι κάθε έργο, ανεξάρτητα από τη φιλολογική ή λογοτεχνική του αξία, είναι αξιοθαύμαστα μοναδικό και μια πόρτα σε έναν άλλο κόσμο. Θα ήταν ευτυχής εκείνος που θα μπορούσε να μελετά μέχρι τα βαθειά του γεράματα, όπως η Ελισάβετ, με σκοπό μόνο τη γνώση και να γράφει το ίδιο αυθόρμητα. Θα ήταν ευφυής όποιος μπορούσε να την ακολουθήσει στο δρόμο της αρετής, ελευθερωμένος από την Φύση και την Τύχη : «αν λέγατε : πέφτω κάθε στιγμή και μου είναι μεγάλος κόπος να σηκώνουμε, γι΄αυτό θέλω να μένω χάμου στο χώμα, ποτέ ασφαλώς δε θα φτάνατε στο φρούριο. Το ίδιο συμβαίνει στο ταξίδι που κάνουμε για να αποκτήσουμε την αρετή. Μια μέρα θα το κατορθώσουμε, αρκεί να μη μένουμε στο χώμα από αδράνεια».






 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Σε αντάμωσα ξανά" της Σωτηρίας Περηφανοπούλου - Διήγημα

Ήρα Παπαποστόλου, Συγγραφέας και Ιστορικός Τέχνης

Βιβλιοστάτης καφέ στο Χαλάνδρι από την Αλεξάνδρα Μάνου