Αφού αιωρήθηκε το αεροπλάνο τρέχοντας επί τρεις περίπου ώρες στον ανέφελο και φιλόξενο ουρανό εκείνης της ημέρας, προσγειώθηκε απαλά στην πίστα του πτωχού πλην τίμιου και φθηνότερου αεροδρομίου Schönefeld, που παλαιότερα εξυπηρετούσε την πρωτεύουσα της τότε Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Αφού πίνω με βουλιμία έναν γερμανικό καφέ, τον παραγγέλνεις έτσι απλά, «einen Kaffee bitte» και καπνίζω με μεγάλη ευχαρίστηση ένα πολυπόθητο τσιγάρο, επιβιβάζομαι στην S-Bahn, ας το πούμε στα ελληνικά Προαστιακό, για να μετεπιβιβαστώ μετά από καμμιά δεκαπενταριά στάσεις στην U-Bahn, μετρό κατά το ελληνικότερον. Μετά από κάμποση ώρα βγαίνω στην επιφάνεια της γης και με καλοσορίζει μια μικρή τρίγωνη πλατεία που σφύζει από χαρούμενη ζωή, ήχους από γνωστές χιλιοακουσμένες μουσικές, καπνούς κι αρώματα από καλοψημένο γύρο. Αχ πατρίδα μου γλυκιά, σκέφτομαι, γιατί ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει, ότι ο πιτόγυρος στο Βερολίνο είναι μια τουρκική υπόθεση και διόλου ελληνική.
Χορτάτη, ξεδιψασμένη και ξαλαφρωμένη από τα μπαγκάζια μου φεύγω από το ξενοδοχείο για να βρεθώ, που αλλού, στο Mitte, στην Alexanderplatz, την καρδιά πλέον του Βερολίνου μετά την Επανένωση. Σηκώνω το κεφάλι μου και αντικρίζω στον κοντινό ορίζοντα τεράστιους γερανούς, να κρέμονται από τον ουρανό κοιτώντας προσηλωμένοι και με έγνοια το έδαφος, σαν θεόρατοι, ατσάλινοι πελεκάνοι, υποδηλώνοντας τον οικοδομικό οργασμό, που υποσχόταν στην πολύπαθη πόλη, ότι όλα όσα πρέπει να γίνουν, θα γίνουν. Συνειδητοποιώ, ότι αυτή η βασανισμένη πόλη, έχει πολλές χαίνουσες πληγές να κλείσει, πολλούς ακόμα τοίχους να γκρεμίσει, να θεραπεύσει και να ξαναχτίσει, για να ξαναγίνει πάλι η ενιαία Πόλη-Κράτος που ήταν, όπως της επιβάλλει η μακρόχρονη ταραγμένη ιστορία της. Να αναγεννήσει την κατακερματισμένη της ταυτότητα ή να βρει τρόπο να συμφιλιωθεί με την καινούργια.
Η Αλεξάντερπλατς πήρε το όνομα της προς τιμήν της επίσκεψης του Αλέξανδρου του Α΄ τσάρου της Ρωσίας το 1805. Μέχρι τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν απλώς ένας ανοιχτός χώρος έξω από την πόλη, όπου γινόταν οι αγοραπωλησίες βοοειδών. Οι βερολινέζοι την αποκαλούν Alex αναφερόμενοι και στην ευρύτερη περιοχή που την περιβάλλει. Τις μεγαλύτερες δόξες της τις έζησε την δεκαετία του 1920 όταν κυριαρχούσε στην νυχτερινή ζωή του Βερολίνου. Το καθεστώς της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας την ανάπλασε κατά την δεκαετία του 60 με πεζοδρομήσεις και με κτίρια – σύμβολα της εποχής όπως είναι ο Τηλεοπτικός Πύργος Βερολίνου και το σημερινό Park Inn Berlin, που κατέχει τον τίτλο του υψηλότερου ξενοδοχείου της Γερμανίας με τους εντυπωσιακούς 36 ορόφους του.
Εδώ νιώθεις σήμερα τον παλμό της πόλης, την καρδιά αυτού του ιδιόμορφου γερμανικού κρατιδίου. Οι κάτοικοι του Βερολίνου είναι άλλοι Γερμανοί, όπως λένε πολλοί, και πράγματι αυτή η αίσθηση σου δημιουργείται από την πρώτη στιγμή που πατάς το πόδι σου στη χαρούμενη, πολύβουη και ζωηρή πρωτεύουσα της Γερμανίας. Βλέποντας το φορτωμένο με γκράφιτι συντριβάνι, που ακούει στο όνομα «Συντριβάνι της Φιλίας ανάμεσα στους Λαούς» (Brunnen der Völkerfreundschaft), καθώς και τα κτίρια γύρω - τριγύρω στην πλατεία, νιώθω πως η σοσιαλιστική φυσιογνωμία της είναι παρούσα, παρά τις διαφοροποιήσεις των κτιρίων και του περιβάλλοντα χώρου μετά την επανένωση. Περπατάς σε μία καπιταλιστική χώρα, η οποία όμως σου ψιθυρίζει σοσιαλιστικά μηνύματα ενώ συγχρόνως βλέπεις τον ναό της κατανάλωσης, το τεράστιο εμπορικό κέντρο Alexa με τα 180 του καταστήματα, στα οποία συνωστίζονται άνθρωποι από όλες τις γωνιές της γης, να αγοράζουν ότι μπορείς να φανταστείς, βρισκόμενοι σε κατάσταση καταναλωτικής μέθης.
Το Βερολίνο δεν αποποιείται κανένα του παρελθόν αλλά δεν ντρέπεται και για κανένα του παρόν. Κι αυτό το κάνει τόσο γοητευτικό και απελευθερωτικό! Περπατώντας στους δρόμους του αναρωτιέμαι πως γίνεται να είναι τόσο παρόν το παρελθόν και συγχρόνως να μοιάζει τόσο αποδεκτό το Τώρα. Η αίσθηση ότι βρίσκομαι σε γερμανικό έδαφος εξαφανίζεται όλο και περισσότερο.
Η πανσπερμία των ανθρώπων γύρω μου ενσαρκώνει την Οικουμενικότητα. Μεταφέρομαι αίφνης και ταυτόχρονα παντού, λες και περπατώ σε όλο τον κόσμο. Στην αχανή Κίνα με τους κάπως βιαστικούς της ανθρώπους, που περπατούν γρήγορα με νευρικές κινήσεις. Στις Ινδίες, συνωστίζομαι με τους φιλικούς, πράους, γλυκοβλέμματους φερμένους από διάφορες εθνότητες και πολιτισμούς κατοίκους της, ντυμένους άλλοτε με παραδοσιακές φορεσιές και άλλοτε με τα ρούχα του ευρωπαίου, να βολτάρουν δίπλα μου, όχι πολύ ξέγνοιαστα, αλλά με ένα αμυδρό χαμόγελο ευχαρίστησης στο καλό και ευγενικό τους πρόσωπο. Κι ενώ αναρωτιέμαι, πού άραγε βρίσκομαι, κλείνω τα μάτια κι όταν τα ανοίγω, νάσου μια παρέα από ψηλούς λυγερόκορμους Αφρικανούς ντυμένοι με πολύχρωμα ρούχα, θορυβώδεις, να μιλούν και να γελούν δυνατά, χωρίς κανείς γύρω τους να δείχνει ενοχλημένος, Ένα ήρεμο συνονθύλευμα ανθρώπων από διαφορετικές φυλές, από άλλους πολιτισμούς, ανθρώπους άλλων θρησκειών και πεποιθήσεων οι οποίοι συνυπάρχουν ειρηνικά, χωρίς όμως να ανακατεύονται μεταξύ τους. Απλά ζουν και αφήνουν και τους άλλους να υπάρχουν και να ζουν, όπως αυτοί διαλέγουν. Ανεκτικότητα είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό. Και τότε καταλαβαίνω την πολυδιάστατη και πραγματική έννοια αυτής της λέξης. Το ρήμα ανέχομαι, γεννήτορας του ουσιαστικού, εμπεριέχει και ένα αρνητικό φορτίο, υποδηλώνοντας ότι κάτι δεν μου είναι ευχάριστο, αλλά απλά μπορώ να ζήσω και με αυτό δίπλα μου. Ίσως το βλέπω αλλά δεν είμαι υποχρεωμένος να το βιώνω, ούτε να αλληλεπιδρώ με αυτό παρά μόνο όταν υπάρχει ανάγκη. Σκέφτομαι και κατανοώ πόσο τεράστια κατάκτηση είναι για τον Άνθρωπο η Ανεκτικότητα, που ξαφνικά στα μάτια μου η σημαντικότητα της αποκτά τεράστιες διαστάσεις, γιατί τώρα βλέπω πόσο αρμονικά κυλά η ζωή μιας κοινωνίας, η οποία την έχει υιοθετήσει στον τρόπο ζωής της.
Στο Βερολίνο έμεινα τέσσερις μέρες. Δεν βρήκα την ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, δεν συναντήθηκα με την εξαιρετική αρχιτεκτονική που σε εκπλήσσει και σε καλεί να την χαζεύεις για ώρα, δεν μπόρεσα να ανακαλύψω έναν τρόπο διασκέδασης που να μιλήσει στην ψυχή μου, κατάλαβα όμως πως αξίζει πολλά όχι μόνο να το επισκεφτείς αλλά και να το ζήσεις. Το Βερολίνο είναι οι άνθρωποι του. Που δεν ενοχλούνται από την πανσπερμία τους. Κανείς δεν νιώθει ξένος, γιατί πολύ απλά όλοι είναι ξένοι, και όλοι είναι Βερολινέζοι. Αυτή η ατμόσφαιρα της Ανεκτικότητας που τείνει προς το κατώφλι της Αποδοχής, αυτή ημικρογραφία ενός κόσμου δίχως σύνορα, που σε κάνει να πεις: Ich bin auch Berliner.*
Πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο μέσα στο μετρό βλέπω απέναντι μου να κάθονται δίπλα – δίπλα ένας κουστουμαρισμένος καλοχτενισμένος κύριος με ατσαλάκωτο άσπρο πουκάμισο και καλογυαλισμένα παπούτσια και ένας γενειοφόρος τύπος με μαλλιά ανακατωμένα, ντυμένος με τριμμένα πέτσινα ρούχα, με κρίκους στη μύτη και όπου αλλού μπορείς να φανταστείς ότι μπορείς να βάλεις κρίκους στο ανθρώπινο πρόσωπο, με διάφορες αλυσίδες να κρέμονται στο λαιμό και στα χέρια του. Κρατούν και οι δύο από ένα βιβλίο και διαβάζουν με περισπούδαστο ύφος, απορροφημένοι, αγνοώντας τους πάντες γύρω τους και βεβαίως ο ένας τον άλλο.
Ich bin auch Berlinerin! **
* είμαι κι εγώ βερολινέζος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Άφησε το σχόλιό σου