Ο Κυανωπώγων αλληγορικά - Διήγημα (εφηβική λογοτεχνία)


 Μια φορά ήταν ένας πλούσιος και όμορφος άνδρας, ο Στέμπαν. Προερχόταν από μία εύπορη και δημοφιλής οικογένεια στην πόλη που ζούσε, και ταυτόχρονα ήταν περιζήτητος γαμπρός.

Κυκλοφορούσε με επώνυμα ρούχα, πανάκριβα αυτοκίνητα κάνοντας επίδειξη του πλούτου του στους φτωχούς αλλά και ταυτόχρονα είχε απώτερο σκοπό να εντυπωσιάζει τις κοπέλες , να τις θαμπώνει με την ομορφιά του και τα φανταχτερά του αποκτήματα όπως ρολόγια , κοσμήματα και άλλα πολλά.

Στο διάβα του όλοι τον κοιτούσαν, άλλοι με θαυμασμό,άλλοι με απορία και άλλοι με ελαφρά ειρωνικό μειδίαμα.

Όλοι γνώριζαν πόσο γόης είναι αλλά και συνάμα ότι είχε πολλά ελαττώματα στον χαρακτήρα του.

Η αλήθεια ήταν ότι φίλους αληθινούς δεν είχε λόγω του αντιπαθητικού χαρακτήρα του και όλοι στον περίγυρό του ήταν απλά σφουγγοκωλάριοι! Φιλία πραγματική και εις βάθος ήταν για αυτόν απλά μια άγνωστη λέξη.

Με όσους συναναστρεφόταν είτε άνδρες είτε γυναίκες ρούφαγε όλα τα αγνά συναισθήματά τους, την θετική ενέργειά τους, την καλή τους πρόθεση, την βοήθεια τους, τα χρήματά τους παρόλο που δεν τα είχε ανάγκη και στο τέλος τους πέταγε σαν σκουπίδια από την ζωή του αφού είχε ενισχύσει την ματαιοδοξία του και το εγώ του. Η αύρα του σαν αμμοθύελλα. Όταν έφευγε όλα ήταν βρώμικα και θαμμένα στην άμμο, συναισθήματα, ελπίδες, όνειρα, αισιοδοξία, αλήθεια.

Όμως και πάλι ο ίδιος δεν αισθανόταν καλά με τον εαυτό του. Πάσχιζε με οποιοδήποτε τρόπο να ενισχύσει τα ελαττώματά του, κατ’αυτόν προτερήματα και σθένος. Επιθυμούσε κι άλλους ανθρώπους να ξεζουμίσει για να αποκτήσει ενδιαφέρον η μίζερη και ανικανοποίητη ζωή του.

Ο εύκολος στόχος του πάντα οι ευάλωτοι άνθρωποι και ιδιαίτερα γυναίκες καλόψυχες και χωρίς αυτοπεποίθηση ήταν για αυτόν το πιο διαχειρίσιμο είδος! Αποτελούσαν το αγαπημένο του παιχνίδι. Θαμπώνονταν από τα πλούτη και την ομορφιά του και τυφλές από έρωτα τις μετέτρεπε σε άβουλα όντα κακοποιώντας τες σωματικά, ψυχικά και πνευματικά. Σε αυτές έδειχνε τον βούρκο που είχε για ψυχή, και τις γλοιώδης προθέσεις του. Δεν έδειχνε οίκτο σε καμία και ήταν τα τρόπαια του.

Ένα βράδυ καλεσμένος σε πάρτι γνώρισε μία όμορφη και καλοβαλμένη γυναίκα,ψηλή με γαλλική μύτη. Το όνομά της Αλαζονεία. Την πλησίασε και αισθάνθηκε ότι συμπληρώνει ένα κομμάτι του εαυτού του που έλειπε. Σε σύντομο χρονικό διάστημα σύναψαν σχέση και συζούσαν στο ευρύχωρο και πολυτελέστατο διαμέρισμά του. Η σχέση εξαρχής ήταν με τα δικά του μέτρα και σταθμά και η Αλαζονεία βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στην δυστυχία της αφού δεν είχε κανένα λόγο να είναι ευτυχισμένη. Ένα απόγευμα σε έναν καβγά που είχαν την έπνιξε με τα χέρια του κρύβοντας το νεκρό σώμα της στην σοφίτα πάνω σε ένα χρυσό βάθρο που είχε φτιάξει. Την κρέμασε στην τρίτη θέση. Είχε ρουφήξει όλη την ενέργεια της Αλαζονείας που ο ίδιος ερμήνευε ως περηφάνια. Τώρα η δική του “περηφάνια” ήταν στο αποκορύφωμά της. Σκεφτόταν “άλλη μία κακομοίρα που νόμιζε ότι είναι ίση με εμένα! “Είσαι το τρόπαιο μου παλιοθήλυκο. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι γυναίκες να περνάει ο χρόνος μας”

Περνάει ένας χρόνος και συνάπτει σχέση με την Φιλαργυρία! Το χαϊδευτικό της τσιγκουνιά. Η τσιγκουνιά ήταν μια κοντή, μελαχρινή και ξερακιανή γυναίκα απλά συμπαθητική! Φαίνονταν ταιριαστοί μεταξύ τους γιατί όσοι τους έβλεπαν τους έκαναν ένα συγκροτημένο και συνεννοήσιμο ζευγάρι. Μία καθημερινή ,σε μία βόλτα τους στην παραλία διαφώνησαν για τα οικονομικά. Της είπε ότι δεν έπρεπε να αγοράσει εκείνο το αισθησιακό φόρεμα γιατί όσο και να προσπαθούσε η θηλυκότητα της θα παρέμενε στο μηδέν. Νευρίασε και άρχισε και του φώναζε. Αντιδρώντας στις φωνές με μία πολύ εύκολη κίνηση την χτύπησε στο κεφάλι και την πέταξε στην μαύρη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Αφού ξεβράστηκε το πτώμα της στην παραλία το φόρτωσε στο αυτοκίνητο και το κρέμασε στην δεύτερη θέση του χρυσού βάθρου. Ρούφηξε την ενέργεια της τσιγκουνιάς και σκεφτόταν όλο καμάρι “Πόσο ματαιόδοξες είναι οι γυναίκες με την εμφάνισή τους !!Μέτρια ήσουν και μέτρια θα παρέμενες! Ήσουν για λύπηση!”

Καιρός πολύς δεν πέρασε και ήρθε στην ζωή του η Βία. Μια γυναίκα, γοητευτική με ανατολίτικη ομορφιά, με μυστήριο στο βλέμμα, απρόβλεπτη και επιβλητική παρουσία και πανούργα. Μελαχρινή με σκούρο δέρμα απαλό και μυρωδάτο. Ήταν η ομορφότερη από τις δύο προηγούμενες και αυτή που ποθούσε περισσότερο αλλά και η πιο μακρόχρονη σχέση. Ζούσαν αρμονικά κάνοντας ακριβή ζωή και πολλά ταξίδια. Μεταξύ τους δεν υπήρχαν συναισθήματα αγάπης αλλά αισθήματα ανταγωνισμού , ζήλιας και είχαν πολλά μυστικά ο ένας από τον άλλον. Το μόνο που είχε ενδιαφέρον για αυτούς ήταν τα χρήματα και η επίδειξη ισχύος. Σε ένα ταξίδι τους προς την Νέα Υόρκη καβγάδισαν στο αεροπλάνο για το ξενοδοχείο που θα έμεναν. Η Βία νευρίασε τόσο μαζί του που τον χτύπησε με το κινητό στο πόδι του. Εκείνη την στιγμή δεν αντέδρασε αλλά αργότερα όταν έφτασαν στο ξενοδοχείο την έπνιξε με το μαξιλάρι στον ύπνο της. Μόνο ύπουλα θα μπορούσε να την δολοφονήσει γιατί συνήθως ήταν νικήτρια στις διαφωνίες του. Φυσικά τοποθέτησε το παγωμένο της κορμί στην πρώτη θέση του βάθρου. Ρούφηξε από την Βία τα πάντα. Γέμισε από αυτήν!! Ήταν η πιο ζόρικη και του έμοιαζε..όμως ήταν γυναίκα έτσι κι αλλιώς κατώτερη από την φύση της!

Η άθλια ζωή του Στέμπαν πέρναγε και κυλούσε σαν λάβα και απανθράκωνε στο πέρασμά της τα πάντα. Συναισθήματα, αντιλήψεις, συνειδήσεις, όνειρα, σχέσεις...όλα...Πέρασαν τα χρόνια αλλά συνέχιζε να παραμένει ένας γοητευτικός άντρας. Εκεί γύρω στα εξήντα του χρόνια εμφανίστηκε στην ζωή του η Στοργή. Νεότερη του κατά είκοσι χρόνια, γυναίκα καλοσυνάτη, γλυκιά και καλοπροαίρετη. Παραδόξως την είχε ερωτευτεί. Ένα πρωτόγνωρο αίσθημα για την μαυρισμένη ψυχή του! Του άρεσε αυτό που βίωνε και τώρα στα γεράματα δεν ήταν για περιπέτειες. Η Στοργή τον πρόσεχε τον φρόντιζε και προσπαθούσε να τον κάνει χαρούμενο αλλά τίποτα παραπάνω μέχρι εκεί. Αυτός το απολάμβανε! Το αποζητούσε και το ευχαριστιόταν.

Ένα βράδυ που κοιμόταν ο Στέμπαν, η Στοργή ανέβηκε στην σοφίτα για να βρει παλιές φωτογραφίες από την ζωή του με σκοπό να γνωρίσει καλύτερα τον άνθρωπο που συμβίωνε.

Όταν άνοιξε την πόρτα εμβρόντητη αντίκρισε το χρυσό βάθρο με τους τρεις κρεμασμένους σκελετούς όπου φορούσαν τα νυφικά πέπλα τους και στο κάθε χέρι στο δεξί δάχτυλο υπήρχε φορεμένη ακόμα η βέρα με τα ονόματα των γυναικών. Αλαζονεία, Φιλαργυρία, Βία.

Σάστισε, πάγωσε το αίμα της, δεν αισθανόταν τίποτα , αν ήταν άνθρωπος ή κάτι άλλο , δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αν το ζει, αν είναι αληθινό ή απλά κοιμάται και βλέπει εφιάλτη. Άγγιξε τις γυναίκες , ο χώρος έζεχνε και η κακία βασίλευε ένα κολαστήριο επί γης, η αύρα του χώρου βίαιη, βρώμικη, απεχθής σαν την κόλαση του Δάντη!

Βγήκε από την σοφίτα δεν μπορούσε να το αντέξει άλλο αυτό το θέαμα. Ο Στέμπαν την περίμενε… “έμαθες τελικά ποιος ήμουν??” την ρώτησε αμετανόητος και γελώντας. Η Στοργή απάντησε “Φυσικά κι έμαθα, είσαι ένας δειλός κι ένα λάθος της φύσης” “έλα τώρα” της απάντησε, “με εσένα είναι αλλιώς, τρέφω συναισθήματα αληθινά, σε έχω ανάγκη με κάνεις ευτυχισμένο ,βρίσκω νόημα. Είναι η πρώτη φορά στην ζωή μου που είμαι αληθινός!”

Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να κλειστείς στο σπίτι σου, να κλείσεις τα παράθυρα , φως του ήλιου δεν σου αξίζει, οι τύψεις να φάνε τα σωθικά σου, να πνιγείς στον βούρκο σου και να χαθείς για πάντα. Είσαι γεμάτος βία, τσιγκουνιά και αλαζονεία. Ότι χειρότερο και αδιόρθωτο υπάρχει.”

Φεύγω, δεν σου αξίζω, είμαι πολύ ανώτερη σου, ομορφότερη, πιο πλούσια, είμαι καλή, γεμάτη ζωή, έχω φίλους αληθινούς, αγαπώ τον εαυτό μου με αγαπάνε και οι φίλοι μου, είμαι περιζήτητη και ελεύθερη, ντύνομαι όπως μου αρέσει, δεν κάνω επίδειξη πλούτου και ζω την ζωή μου όπως θέλω. Δεν αξίζεις σε καμία γυναίκα!”

Η αποχώρηση της Στοργής από την ζωή του τον αρρώστησε, έπαθε κατάθλιψη, έχασε τον δρόμο του, την γη κάτω από τα πόδια του. Δεν άργησε να πεθάνει μόνος χωρίς καμία συντροφιά οδεύοντας εκεί που του άξιζε. Στην κόλαση.

Ελένη Περρίκου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Σε αντάμωσα ξανά" της Σωτηρίας Περηφανοπούλου - Διήγημα

Ήρα Παπαποστόλου, Συγγραφέας και Ιστορικός Τέχνης

Βιβλιοστάτης καφέ στο Χαλάνδρι από την Αλεξάνδρα Μάνου