Από τη στιγμή που όλο και περισσότερες ποιητικές συλλογές κυκλοφορούν από πρωτοεμφανιζόμενους στην ποίηση, προκύπτει αναπόφευκτα ένα πρόβλημα αξιολόγησης. Και αυτό, όχι επειδή η ποίηση έχει ανάγκη από την άσκηση κάποιας κριτικής, καθώς, αν κάτι πραγματικά αξίζει, θα κερδίσει τον χώρο που του αναλογεί στο ποιητικό πεδίο. Ωστόσο, για το καλό της ίδιας της ποίησης, οφείλει η κριτική ματιά να εκτιμήσει κάποιες παραμέτρους που προσδίδουν στη νέα ποιητική συλλογή τον ιδιαίτερο, άξιο λόγου, χαρακτήρα. Με δεδομένη πάντοτε την υποκειμενικότητα της κρίσης της αλλά και την απαραίτητη σκευή που της παρέχει την τεκμηριωμένη πρόσβαση σε ό,τι γράφεται.
Μια κύρια παράμετρος της αξιολόγησης των πρώτων εμφανίσεων στον ποιητικό λόγο αφορά τη σοβαρότητα με την οποία οι νεότεροι ποιητές αντιμετωπίζουν την υπόθεση (ή καλύτερα το «πρόβλημα») της ποίησης. Σοβαρότητα που καταφαίνεται όταν δείχνουν τον απαιτούμενο σεβασμό στους παλαιότερους, άλλοι μορφοποιώντας αναπόφευκτα τη δική τους αρχική ποιητική παρουσία στα ίχνη του ύφους, της γλώσσας, ακόμη και της θεματικής, καταξιωμένων ποιητών, και άλλοι αναζητώντας ένα προσωπικό ύφος γραφής (σε μορφή και σε θεματική) ρισκάροντας τη διαφοροποίησή τους και αιφνιδιάζοντας συχνά με την ευρηματικότητα των εκφράσεων και την επεξεργασία των ιδεών. Έτσι, αξίζει να δούμε πώς αντιλαμβάνονται οι νεότεροι ποιητές τη θέση τους μέσα στο ποιητικό σκηνικό, συνειδητοποιώντας ότι αποτελούν τον πιο πρόσφατο κρίκο μιας μακράς αλυσίδας ποιητικής δημιουργίας και συναισθανόμενοι την ευθύνη τους ως προς αυτό. Αυτή ακριβώς η επαφή με την ποιητική τέχνη, τους καθιστά ταυτόχρονα ρέκτες του αληθινού νοήματος, όπου και όποτε το συναντούν, αλλά και εν δυνάμει ανανεωτές του. Αποκτά ενδιαφέρον η περίπτωση του ποιητικού λόγου που τολμά να διαφοροποιηθεί από ό,τι έχει γραφεί, να δείξει πως έχει τη δυναμική να προχωρήσει με το δικό του ύφος, τον προσωπικά δικό του ποιητικό «τρόπο». Με λάθη, οπωσδήποτε, με αστοχίες συχνά, με αναμείξεις γλώσσας και ύφους. Όμως, με θάρρος, ή καλύτερα «θράσος», που περισσότερο αποδίδει ως έννοια την πορεία του νέου ποιητή σε θολό και δύσβατο τοπίο, σε μια προσπάθεια (χρονοβόρα, είναι αλήθεια) να βρει τα δικά του βήματα, τον δικό του αναγνωρίσιμο χαρακτήρα.
Αναμενόμενη σε νέους ποιητές λίγο ως πολύ είναι η προβολή του «εγώ», ωστόσο σε εποχές κρίσης όπως η σημερινή, έχει ενδιαφέρον η ενσωμάτωση του ποιητικού υποκειμένου στο ευρύ πρώτο πληθυντικό καταργώντας την ιδιώτευση, σε μια ποίηση με κοινωνικό πρόσημο που αλώνει το ποιητικό «εγώ» και το κατευθύνει να λειτουργεί σε μια κοινωνική διάσταση, απομακρυσμένη ωστόσο από τις όποιες πολιτικές εκτιμήσεις θα παρέπεμπαν σε παλαιότερες εποχές καθορίζοντας την ποιητική παρουσία ως αναπόφευκτα πολιτική συνιστώσα μιας ταραγμένης επίσης κοινωνίας. Το σημερινό ποιητικό τοπίο δεν χαρακτηρίζεται τόσο από σαφή πολιτικό λόγο, όσο κυρίως από κοινωνικό. Η ποιητική και πολιτική ηθική, κάποτε συνυφασμένες έννοιες, παραχωρούν τη θέση τους στην κοινωνική ευαισθησία, η οποία καθορίζει εν προκειμένω και την ηθική της ποίησης. Επομένως, η προέκταση του ποιητικού «εγώ» στην κοινότητα συνιστά το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό μιας ποίησης η οποία, με την προβολή ή όχι της πρωτοπρόσωπης φωνής, καθιστά τον κοινωνικό της στόχο πλέον διαυγή.
Επειδή λείπει από πολλές σύγχρονες νέες εμφανίσεις η αίσθηση του μέτρου και η συνακόλουθη αξία του προσωπικού ήθους, νιώθουμε την ευχάριστη έκπληξη που προξενεί μια νέα παρουσία, ως προς όσα έχει ενσωματώσει από τους προηγούμενους αλλά, κυρίως, ως προς την τόλμη να πειραματιστεί σε κάτι φρέσκο που ανανεώνει το ποιητικό τοπίο. Αυτή ακριβώς η ανανέωση είναι που λείπει σήμερα, νέες εμφανίσεις που να πηγαίνουν την υπόθεση της ποίησης πιο μπροστά, πιο ψηλά, πέρα από βαρετές επαναλήψεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Άφησε το σχόλιό σου