"Σε αντάμωσα ξανά" της Σωτηρίας Περηφανοπούλου - Διήγημα
Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Κοντοστάθηκε. Ακόμα τα χέρια της έτρεμαν…
Διέσχισε το επιβλητικό σαλόνι με τη μεγάλη τραπεζαρία και το πέτρινο τζάκι.
Κοίταξε για λίγο τη φωτιά…Της άρεσε να διαβάζει με τον Κόλια και τη
Βαρβάρα δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Δεν ήταν ότι κρύωνε. ΌΧΙ. Της θύμιζε τη
φωτιά, που έχει μέσα της. Μια φωτιά που την έκρυβε καλά. Μια φωτιά, που
την είχε ξεχάσει. Ευτυχώς που βρέθηκε κάποιος στον δρόμο της, να της την
ξαναθυμίσει.
Τα παιδιά έπαιζαν στον κήπο και η κυρία Περηνάκοβα έπινε το τσάι της κάτω
από το σκέπαστρο.
- Κυρία με χρειάζεστε τίποτα άλλο; Είναι Σάββατο και θα ήθελα να πάω
από απόψε στο σπίτι μου, αφού αύριο δεν δουλεύω. Αν είναι εφικτό
δηλαδή.
- Να πας Ιουλία. Αύριο έχουμε κανονίσει ούτως ή άλλως να φύγουμε
από νωρίς το πρωί για το Ποροσκίνο με τους Λαβρίκοφ. Χρειαζόμαστε
2 ώρες τουλάχιστον για να φτάσουμε εκεί. Σε λίγο, θα τα βάλω για
ύπνο, άλλωστε. Πέρασε η ώρα. Μα πες μου είσαι καλά;
- Ναι κυρία. Ευχαριστώ. Είμαι απλά πολύ συγκινημένη, που για ακόμα
μια φορά εσείς και ο κύριος μου φέρεστε με μεγαλοκαρδία και
ανθρωπιά. Σπανίζει αυτό. Ιδίως αφεντικά προς εργαζόμενους.
- «Αφεντικά», χα! Ιουλία δεν είμαστε αφεντικά σου! Είσαι δασκάλα,
σπουδαγμένη γυναίκα. Προσφέρεις τις υπηρεσίες σου και εμείς σου
δίνουμε όσα συμφωνήσαμε. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Μα
πες μου! Σου έκανε τη φάρσα, που μου έλεγε χτες βράδυ, τελικά. Έτσι
δεν είναι;
- Ναι.
- Το ήξερα! Του είπα βέβαια να μην το κάνει, αλλά πάλι δεν με άκουσε.
«Τι θέλεις να αναστατώσεις την κοπέλα; Και από που και ως που
άβουλη η Ιουλία;», του είπα. Και μου είπε πως πρέπει. Πως εσύ είσαι η
δασκάλα των παιδιών μας· τέλος πάντων… Ελεύθεροι άνθρωποι
είμαστε. Αφού ήθελε… Κοίτα να ηρεμήσεις και να σκεφτείς…Δεν
ξέρω…Ίσως και να θυμηθείς…Κάτι μου λέει μέσα μου πως άβουλη
καθόλου δεν είσαι. Το βλέπω στα μάτια σου, στον τρόπο που κινείσαι,
στον τρόπο που περπατάς.
- Ναι…Ίσως πρέπει να θυμηθώ…
- Λοιπόν, άντε! Φύγε. Σε λίγο νυχτώνει.
Την κοίταξε μέσα στα μάτια και της χαμογέλασε σαν φίλη, ίση προς ίση, σαν
γυναίκα προς γυναίκα. Η Ιουλία κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
Σταμάτησε να τρέμει. Χαιρέτησε τα παιδιά και έφυγε. Κινήθηκε προς την
αυλόπορτα και ήταν σαν να έβλεπε μπροστά της, μετά από τόσο καιρό, την
αυλόπορτα της Σχολής της. «Μοιάζουν κάπως», σκέφτηκε. «Τότε ήμουν
αλλιώς…Τι και αν πέρασαν χρόνια; Τι και αν πέρασα όσα πέρασα; Εγώ δεν
έπρεπε να αλλάξω. Αχ! Ξερό, πεισματάρικο κεφάλι».
Έκλεισε την πόρτα ξοπίσω της και σήκωσε το κεφάλι της προς τον ουρανό.
Τώρα τελευταία συνήθιζε να το κάνει όλο και πιο συχνά, παρόλο που δεν
ήξερε πια, τι ακριβώς ζει εκεί πάνω, ποιος παρατηρεί με το εκκωφαντικό του
μειδίαμα πίσω από τα αχανή γκρίζα σύννεφα. Πάντως ένιωθε σαν να ψήλωνε
ξαφνικά. Σαν να ρουφούσε με μια μικρή της ανάσα όλο τον αέρα του κόσμου·
εκείνη την άγια στιγμή…
Έκανε κρύο μα δεν την ένοιαζε. Ήθελε να περπατήσει. Αρκετά έκατσε τόσο
καιρό στα αυγά της.
Λάσπη παντού. Άσκοποι περιφερόμενοι διαβάτες με κατεβασμένα κεφάλια και
καμπουριαστές πλάτες. Ίδιοι. Σήκωναν μόνο το κεφάλι τους, για να την
κοιτάξουν περιφρονητικά και απορημένα. Πέρασε από το μπακάλικο του
Ντιμιτρόφ. Είχε ήδη κλειδαμπαρώσει. «Καλά, τι ώρα να έχει πάει;», σκέφτηκε.
Μόνο αυτός ένιωθε να αφουγκράζεται τους παλμούς της καρδιάς της, να την
καταλαβαίνει, ίσως και λίγο να την νοιάζεται τους τελευταίους πέντε μήνες.
«Ναι, εντάξει! Παιχνίδια και πάλι του μυαλού», σκέφτηκε. Λες και υπήρχε
κανείς να την αγαπάει ή να την καταλαβαίνει καλύτερα από την ίδια. Μόνο
αυτή ήξερε. Αυτή και ο καθένας για τον εαυτό του. Σε λίγο έφτανε.
-Ιουλία, Ιουλία περίμενε, φώναξε λαχανιασμένη.
- Νατάσα! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!
Οι δυο γυναίκες σφιχταγκαλιάστηκαν. Είχαν πάνω από δύο μήνες να
βρεθούνε.
-Λοιπόν χάθηκες. Σε είδα εδώ και ώρα και προσπαθώ να σε φτάσω, σε
φώναξα, αλλά η Ιουλία μας χαμένη στις σκέψεις της.
-Εδώ και ώρα;
-Ώρα, ώρες δεν ξέρω πια. Από το κανάλι. Έξω από τον ναό. Ήθελα
οπωσδήποτε να σου μιλήσω. Δεν έρχεσαι πια στις συναντήσεις μας. Έχει
πάνω από δυο μήνες που σταμάτησες. Καμία δεν ξέρει τίποτα. Καμία δεν σε
έχει ξαναδεί. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι έχασες τη μητέρα σου.
-Ναι, έχει ήδη τρείς μήνες… σχεδόν…Έπειτα έπιασα δουλειά στο σπίτι του
γιατρού, του Περηνάκοφ.
-Μπα και τι κάνεις εκεί;
-Είμαι η δασκάλα των παιδιών του. Εδώ και 2 μήνες ξυπνάω, δουλεύω και
κοιμάμαι εκεί. Σήμερα έφυγα και θα ξαναγυρίσω αύριο το βράδυ.
-Αλήθεια τώρα; Εσύ δεν ήσουν που έλεγες πως δεν μπορείς άλλο να
υπομένεις όλη αυτή την εξαθλίωση, όλη αυτή την εκμετάλλευση, όλη αυτή την
κοροϊδία; Ήσουν από τις πρώτες που ίδρυσαν την ομάδα μας. Εσύ και άλλες
δύο. Ξεσήκωσες όλες εμάς, για να πας να δουλεύεις για καμιά δεκαριά
ρούβλια; Αν τα παίρνεις κιόλας. Γιατί από την τελευταία σου δουλειά δεν
πήρες τίποτα από όσο θυμάμαι. Σε πιστέψαμε Ιουλία! Εγώ σε θαύμαζα.
Ήσουν η προστάτιδά μας.
-Ναι, ήμουν. Καθώς έχασα όμως την δική μου προστάτιδα, δεν ήξερα πια τι
να κάνω. Που βαδίζω. Που ανήκω.
-Και τώρα ξέρεις;
-Ναι ξέρω! Για πρώτη φορά είμαι σίγουρη όσο ποτέ άλλοτε! Δεν είναι τυχαίο
τίποτα. Ούτε τυχαίο που ξαναβρεθήκαμε σήμερα έπειτα από τόσο καιρό.
Αυτός ο φαύλος κύκλος πρέπει να σταματήσει. Θυμήθηκα τα λόγια της, τη
ζωή της, τα ιδανικά της, αυτά που μου μάθαινε και εμένα όλα αυτά τα
χρόνια…Ότι δεν ανήκω σε κανέναν, ούτε στο αφεντικό μου, ούτε πουθενά.
Ανήκουμε στον εαυτό μας, ρε!
-Λοιπόν πότε θα σε ξαναδούμε;
-Πες το και έγινε. Αύριο θα είμαι εκεί. Πρέπει να οργανωθούμε.
Αγκαλιαστήκαν, έδωσαν τα χέρια και αποχωριστήκαν.
Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και την έσπρωξε δυνατά, για να ανοίξει. Πάντα
άνοιγε δύσκολα και το κλειδί δεν γυρνούσε με ευκολία. Απόρησε που αυτή τη
φορά δεν δυσανασχέτησε και ούτε την έπιασε εκείνο το γνώριμο ρίγος, εκείνο
το σφίξιμο στην καρδιά της. Διέσχισε το άδειο σκοτεινό σαλόνι με τον
αδιάφορο πλέον γκρι καναπέ και έπειτα τον μακρύ και στενό διάδρομο. Η
πόρτα του δωματίου του ήταν ανοιχτή.
-Γύρισα! Πως είσαι;
-Ναι σε άκουσα…Άργησες! Και ήρθες και με άδεια χέρια απ’ ότι βλέπω…
Έβαλε το χέρι της στην τσέπη, έβγαλε τον φάκελο και έπειτα άφησε τα
ρούβλια επάνω στο κομοδίνο του. Ύστερα έβγαλε το κόκκινο παλτό της και
κάθισε στην απέναντι πολυθρόνα με σταυρωμένα πόδια. Χαμογέλασε.
-Όχι! Με γεμάτα χέρια ήρθα και με ακόμα πιο γεμάτο κεφάλι…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Άφησε το σχόλιό σου