Για το ναυάγιο της Πύλου - Ο ορίζων ανέρχεται από την Μαρία Παπαθεοδώρου


Βυθιζόταν αργά με χέρια και πόδια διάπλατα ανοιγμένα σε μια τεράστια

αγκαλιά, σαν κι ήθελε να χωρέσει τον βυθό ολόκληρο. Τα μάτια του

παγωμένα, στυλωμένα πάνω σε μια πανέμορφη δράκαινα, που είχε

τεντώσει τα αγκάθια της τρομαγμένη από τον αλλόκοτο, απρόσμενο

εχθρό. Παγερά ακίνητος την κοιτούσε αφηρημένα και απειλητικά

συνεχίζοντας την αργή του κάθοδο, με μάτια ορθάνοιχτα και γύρω τους

ανέμιζαν μαύρα πυκνά μαλλιά πέρα δώθε, πέρα δώθε.

Ο ορίζων ανέρχεται.

Ο ορίζων κατέρχεται.*

Εδώ και πέντε μέρες στοιβαγμένος στο κατάστρωμα, ένας από τους 750

που βάραιναν αυτό το σαπιοκάραβο, όταν σαλπάρισε από την Λιβύη

φορτωμένο με της γης τους κολασμένους** και τα λιγοστά τους

υπάρχοντα.

Πολλές οι στοιβαγμένες ελπίδες του ανακατεμένες με φόβο με άγνοια με

προσμονή, όταν ξεκίνησε αυτό το ξέφρενο ταξίδι.

Ο ορίζων ανέρχεται.

Ο ορίζων κατέρχεται.

Σαν όμορφο νανούρισμα μοιάζει τούτο το λίκνισμα. Κι ας μην είχε χώρο

να απλώσει τα πόδια του, κι ας τον τάραζε το κλάμα του μωρού, κι ας

δίψαγε και πείναγε, κοιμόταν και ξεγέλαγε τον εαυτό του μες τον ύπνο του,

ότι δήθεν κοιμόταν ξέγνοιαστος.

Μέρες τώρα περιτριγυρισμένος από γαλάζιο και μπλε και μετά από μαύρο

και μετά πάλι γαλάζιο και μπλε και μετά πάλι μαύρο.

Όταν τα πράγματα ζόρισαν, όταν το νανούρισμα φόρεσε την απειλή και

πάγωσε από τον φόβο, άκουσε ξαφνικά την φωνή της στον ασύρματο.

Ο δικός τους φύλακας άγγελος είχε το όνομα Ναβάλ. Τους υποσχέθηκε ότι

θα έρθει η βοήθεια, θα έρθει και νερό. Νερό τριγύρω κι αυτοί

εκλιπαρούσαν για δαύτο, να ξεδιψάσουν άντρες γυναίκες και παιδιά. Το

ακυβέρνητο πλοίο λικνιζόταν απαλά, σαν να ήθελε να τους καθησυχάσει.

Ακυβέρνητη ήταν η ζωή του πάντα έτσι κι αλλιώς. Όσο κι αν προσπάθησε

δεν κατάφερε ποτέ να κάνει αυτό που ήθελε, ώσπου το ξέχασε. Ο φύλακας

Άγγελος είπε θα έρθει το διάφανο υγρό που γέννησε τη ζωή. Με τι λαχτάρα

έτρεχαν να αρπάξουν τα πολύτιμα πλαστικά μπουκάλια!

Ρωτάει ο Άγγελος που θέλουν να πάνε, δεν ξέρει τι να πει. Το σαπιοκάραβο

κλυδωνίζεται.


Ο ορίζων ανέρχεται.

Και τώρα νάτον ξεκαβαλίκεψε από το κύμα κι αφέθηκε στη υγρή αγκαλιά,

τη μέρα μπλε τη νύχτα μαύρη, πάντα υγρή, πάντα βουβή. Τι όμορφα που

τον κανάκευε!

Ο ορίζων ανέρχεται

Νάνι νάνι το μωρό μου νάνι, ούτε πατρίδα ούτε ξενιτειά για σένα. Μόνο

στον πάτο του βυθού φαρδύς πλατύς ξαπλώσου. Μόνο αυτός θα σε δεχτεί

σιωπηλός και στοργικός, θα σε κρατήσει. Θα σε δεχτεί και κάθε απειλή θα

σβήσει. Κάθε σου μνήμη ανύπαρκτη και κάθε φόβος.


* Ανδρέας Εμπειρίκος, Ρωμύλος και Ρώμος ή Άνθρωποι εν πλω εις

μητρικήν αγκάλην

**Κώστας Βάρναλης, εμπρός της γης οι κολασμένοι

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Σε αντάμωσα ξανά" της Σωτηρίας Περηφανοπούλου - Διήγημα

Ήρα Παπαποστόλου, Συγγραφέας και Ιστορικός Τέχνης

Βιβλιοστάτης καφέ στο Χαλάνδρι από την Αλεξάνδρα Μάνου